θαυματουργῶν

θαυματουργῶν
θαυμασιουργέω
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
θαυματουργέω
work wonders
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
θαυματουργός
acrobats
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πεδιάσιμος — Επώνυμο 2 Βυζαντινών λογίων. 1. Θεόδωρος (14ος αι.). Καταγόταν πιθανότατα από τις Σέρρες. Έγραψε διάφορα έργα, τα κυριότερα από τα οποία τιτλοφορούνται Έκφρασις περί του ιερού των Σερρών, Έκθεσις τινών θαυμάτων των αγίων μεγάλων μαρτύρων και… …   Dictionary of Greek

  • Ζωσιμάς ο Εσφιγμενίτης — (Άγιος Λαυρέντιος, Πήλιο 1835 – 1902). Μοναχός και λόγιος. Διδάχτηκε γραφή και ανάγνωση από τον εφημέριο του χωριού του. Το 1858 πήγε στη μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους, όπου μόνασε επί δύο χρόνια και το 1868 φοίτησε στην Αθωνιάδα σχολή. Το 1871 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”